στρέψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρέψῐς αἱ στρέψεις
      γενική τῆς στρέψεως τῶν στρέψεων
      δοτική τῇ στρέψει ταῖς στρέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στρέψῐν τὰς στρέψεις
     κλητική ! στρέψῐ στρέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρέψει
γεν-δοτ τοῖν  στρεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρέψις < στρέφω, στρεφ- + -σις > -ψις

Ουσιαστικό

στρέψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.