στρέβλωσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- στρέβλωσις < στρεβλῶ (-έω) (< αρχαία ελληνική στρεβλόω) + -σις (-ωσις)
- Διαφορετική η ελληνιστική κοινή στρέβλωσις.
Πηγές
- στρέβλωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στρέβλωσῐς | αἱ | στρεβλώσεις | ||||
| γενική | τῆς | στρεβλώσεως | τῶν | στρεβλώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | στρεβλώσει | ταῖς | στρεβλώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | στρέβλωσῐν | τὰς | στρεβλώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | στρέβλωσῐ | στρεβλώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρεβλώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στρεβλωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στρέβλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ + -σις (-ωσις)
- Διαφορετικό το μεσαιωνικό στρέβλωσις & το νεοελληνικό στρέβλωση.
Πηγές
- στρέβλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.