στοχαστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοχαστικότητα οι στοχαστικότητες
      γενική της στοχαστικότητας των στοχαστικοτήτων
    αιτιατική τη στοχαστικότητα τις στοχαστικότητες
     κλητική στοχαστικότητα στοχαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

στοχαστικότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.