στοχαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοχαστικότητα | οι | στοχαστικότητες |
| γενική | της | στοχαστικότητας | των | στοχαστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | στοχαστικότητα | τις | στοχαστικότητες |
| κλητική | στοχαστικότητα | στοχαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.