στοιχειοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοιχειοθήκη | οι | στοιχειοθήκες |
| γενική | της | στοιχειοθήκης | των | στοιχειοθηκών |
| αιτιατική | τη | στοιχειοθήκη | τις | στοιχειοθήκες |
| κλητική | στοιχειοθήκη | στοιχειοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Στοιχειοθήκη με ταξινομημένα στοιχεία
Ουσιαστικό
στοιχειοθήκη θηλυκό
- είναι η θήκη όπου αποθηκεύονται τα τυπογραφικά στοιχεία
Μεταφράσεις
στοιχειοθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.