στοίβασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στοίβασμα | τα | στοιβάσματα |
| γενική | του | στοιβάσματος | των | στοιβασμάτων |
| αιτιατική | το | στοίβασμα | τα | στοιβάσματα |
| κλητική | στοίβασμα | στοιβάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
στοίβασμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.