στηλίτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στηλίτευση | οι | στηλιτεύσεις |
| γενική | της | στηλίτευσης* | των | στηλιτεύσεων |
| αιτιατική | τη | στηλίτευση | τις | στηλιτεύσεις |
| κλητική | στηλίτευση | στηλιτεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στηλιτεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στηλίτευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στηλίτευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στηλιτεύω, το να κατακρίνει κάποιος δημόσια και με δριμύτητα πρόσωπα ή πράξεις
Μεταφράσεις
στηλίτευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.