σταφυλόρωγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταφυλόρωγα | οι | σταφυλόρωγες |
| γενική | της | σταφυλόρωγας | των | σταφυλόρωγων |
| αιτιατική | τη | σταφυλόρωγα | τις | σταφυλόρωγες |
| κλητική | σταφυλόρωγα | σταφυλόρωγες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σταφυλόρωγα
- θηλυκό η σταφυλορώγα
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (λαϊκότροπο): ρώγες σταφυλιών που έχουν εκπέσει από τσαμπιά σε καλάθι, πανέρι ή πάγκο, ή διατίθενται έτσι, ή συσκευασμένες, στο εμπόριο
Μεταφράσεις
σταφυλόρωγα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.