σταφυλόρωγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταφυλόρωγα οι σταφυλόρωγες
      γενική της σταφυλόρωγας των σταφυλόρωγων
    αιτιατική τη σταφυλόρωγα τις σταφυλόρωγες
     κλητική σταφυλόρωγα σταφυλόρωγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταφυλόρωγα < σταφύλ(ι) + -ό- + ρώγα

Ουσιαστικό

σταφυλόρωγα

  1. θηλυκό η σταφυλορώγα
  2. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (λαϊκότροπο): ρώγες σταφυλιών που έχουν εκπέσει από τσαμπιά σε καλάθι, πανέρι ή πάγκο, ή διατίθενται έτσι, ή συσκευασμένες, στο εμπόριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.