σταφιδεργοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σταφιδεργοστάσιο | τα | σταφιδεργοστάσια |
| γενική | του | σταφιδεργοστάσιου & σταφιδεργοστασίου |
των | σταφιδεργοστάσιων & σταφιδεργοστασίων |
| αιτιατική | το | σταφιδεργοστάσιο | τα | σταφιδεργοστάσια |
| κλητική | σταφιδεργοστάσιο | σταφιδεργοστάσια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταφιδεργοστάσιο < σταφίδα + εργοστάσιο
Ουσιαστικό
σταφιδεργοστάσιο ουδέτερο
- εργοστάσιο που επεξεργάζεται σταφίδα ή / και παράγει σχετικά προϊόντα
Μεταφράσεις
σταφιδεργοστάσιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.