σπῆλυγξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σπηλυγγ-
ονομαστική σπῆλυγξ αἱ σπήλυγγες
      γενική τῆς σπήλυγγος τῶν σπηλύγγων
      δοτική τῇ σπήλυγγ ταῖς σπήλυγξ(ν)
    αιτιατική τὴν σπήλυγγ τὰς σπήλυγγᾰς
     κλητική ! σπῆλυγξ σπήλυγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπήλυγγε
γεν-δοτ τοῖν  σπηλύγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπῆλυγξ < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: spelunca

Ουσιαστικό

σπῆλυγξ θηλυκό

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.