σπέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σπέος | τὰ | σπέη - σπέεᾰ |
| γενική | τοῦ | σπέους - σπέεος | τῶν | σπεῶν - σπεέων |
| δοτική | τῷ | σπέει - σπέεῐ̈ σπῆι, σπέϊ |
τοῖς | σπέεσῐ(ν) & σπέσσι |
| αιτιατική | τὸ | σπέος | τὰ | σπέη - σπέεα |
| κλητική ὦ! | σπέος | σπέη - σπέεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπέει - σπέεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπεοῖν - σπεέοιν | ||
| δοτ. εν. & σπῆι & σπέϊ· δοτ. πληθ. & σπέσσι | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπέος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σπέος
- σπηλιά (βαθύτερη από το συνώνυμο ἄντρον)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 20 (19-20)
- τὸν δ᾽ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ | ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ᾽ ὁπλίσσατο δόρπον.
- Κι όμως στο μεταξύ τον εξολόθρευσε | στη θολωτή σπηλιά του ο Κύκλωπας, τον έφαγε στερνό σε απαίσιο δείπνο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὸν δ᾽ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ | ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ᾽ ὁπλίσσατο δόρπον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 114 (113-115)
- ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα | ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος | παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
- ζούνε σ᾽ απότομες κορφές, επάνω σε ψηλά βουνά, | μέσα σε θολωτές σπηλιές, ορίζοντας καθένας μόνος του | παιδιά, γυναίκες — καμιά δεν έχουν φροντίδα για τους άλλους.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα | ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος | παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 301 (301-303)
- ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ | τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ᾽ ἀνθρώπων, | ἔνθ᾽ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
- Έχει εκεί σπηλιά κάτω απ᾽ τον κοίλο βράχο, | μακριά απ᾽ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, | όπου της δώσανε οι θεοί να κατοικεί δώματα μεγαλόπρεπα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ | τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ᾽ ἀνθρώπων, | ἔνθ᾽ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 20 (19-20)
- επικός τύπος : σπεῖος
Πηγές
- σπέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.