σπιρτοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιρτοθήκη οι σπιρτοθήκες
      γενική της σπιρτοθήκης των σπιρτοθηκών
    αιτιατική τη σπιρτοθήκη τις σπιρτοθήκες
     κλητική σπιρτοθήκη σπιρτοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπιρτοθήκη < σπίρτ(ο) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

σπιρτοθήκη θηλυκό

  • κουτί στο οποίο φυλάσσονται σπίρτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.