σπιρτοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπιρτοθήκη | οι | σπιρτοθήκες |
| γενική | της | σπιρτοθήκης | των | σπιρτοθηκών |
| αιτιατική | τη | σπιρτοθήκη | τις | σπιρτοθήκες |
| κλητική | σπιρτοθήκη | σπιρτοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σπιρτοθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.