σπερμοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερμοθήκη οι σπερμοθήκες
      γενική της σπερμοθήκης των σπερμοθηκών
    αιτιατική τη σπερμοθήκη τις σπερμοθήκες
     κλητική σπερμοθήκη σπερμοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπερμοθήκη < σπερμ(α) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

σπερμοθήκη θηλυκό

  1. (ζωολογία) όργανο θηλυκών ασπόνδυλων, στο οποίο διατηρείται το σπέρμα του αρσενικού
  2. (βοτανική) μέρος σε φυτά (στα άνθη ή στους καρπούς) όπου περιέχονται σπέρματα του φυτού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.