σπήλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπήλιο | τα | σπήλια |
| γενική | του | σπήλιου | των | σπήλιων |
| αιτιατική | το | σπήλιο | τα | σπήλια |
| κλητική | σπήλιο | σπήλια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπήλιο < σπήλαιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.