σουβλατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σουβλατζής | οι | σουβλατζήδες |
| γενική | του | σουβλατζή | των | σουβλατζήδων |
| αιτιατική | τον | σουβλατζή | τους | σουβλατζήδες |
| κλητική | σουβλατζή | σουβλατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουβλατζής < σουβλά(κι) + -τζής
Ουσιαστικό
σουβλατζής αρσενικό (θηλυκό σουβλατζού)
- (επάγγελμα) ο πλανόδιος, ή μόνιμα εγκατεστημένος ψήστης που ψήνει και πουλάει σουβλάκια έτοιμα για κατανάλωση,
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ψητοπωλείου που πουλάει έτοιμα σουβλάκια
Παράγωγα
Μεταφράσεις
σουβλατζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.