σουίτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουίτα οι σουίτες
      γενική της σουίτας
    αιτιατική τη σουίτα τις σουίτες
     κλητική σουίτα σουίτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουίτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σουίτα θηλυκό

  1. πολυτελές δωμάτιο ξενοδοχείου
  2. μουσική φόρμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.