σοκάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοκάρισμα τα σοκαρίσματα
      γενική του σοκαρίσματος των σοκαρισμάτων
    αιτιατική το σοκάρισμα τα σοκαρίσματα
     κλητική σοκάρισμα σοκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοκάρισμα < σοκάρω + -μα

Ουσιαστικό

σοκάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.