σοκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σοκάρισμα | τα | σοκαρίσματα |
| γενική | του | σοκαρίσματος | των | σοκαρισμάτων |
| αιτιατική | το | σοκάρισμα | τα | σοκαρίσματα |
| κλητική | σοκάρισμα | σοκαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σοκάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.