σοβατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοβατζής οι σοβατζήδες
      γενική του σοβατζή των σοβατζήδων
    αιτιατική τον σοβατζή τους σοβατζήδες
     κλητική σοβατζή σοβατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοβατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvacı + . Νεότερη ανάλυση σε sıva + -τζής

Προφορά

ΔΦΑ : /so.vaˈd͡zis/

Ουσιαστικό

σοβατζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) εργάτης οικοδομών που είναι ειδικευμένος στο σοβάτισμα, εξωτερικό ή εσωτερικό, χειρωνακτικά ή μηχανικά

  • σουβατζής (σπάνιο)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.