σοβατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σοβατζής | οι | σοβατζήδες |
| γενική | του | σοβατζή | των | σοβατζήδων |
| αιτιατική | τον | σοβατζή | τους | σοβατζήδες |
| κλητική | σοβατζή | σοβατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοβατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvacı + -ς. Νεότερη ανάλυση σε sıva + -τζής
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.vaˈd͡zis/
Ουσιαστικό
σοβατζής αρσενικό
- σουβατζής (σπάνιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.