σνακ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σνακ < αγγλική snack

Ουσιαστικό

σνακ ουδέτερο άκλιτο

  1. λίγο φαγητό (κουλούρι, κομμάτι κέικ, φρούτο κ.λπ.) που τρώγεται ανάμεσα από τα κανονικά γεύματα
  2. ξηροί καρποί ή άλλα συνοδευτικά ποτού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.