σμυριδόπανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμυριδόπανο τα σμυριδόπανα
      γενική του σμυριδόπανου των σμυριδόπανων
    αιτιατική το σμυριδόπανο τα σμυριδόπανα
     κλητική σμυριδόπανο σμυριδόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σμυριδόπανο

Ετυμολογία

σμυριδόπανο < σμυρίδα + πανί

Ουσιαστικό

σμυριδόπανο ουδέτερο

  • πανί στο οποίο έχουν επικολληθεί κόκκοι από σμυρίδα και χρησιμοποιείται κυρίως για τη λείανση μεταλλικών επιφανειών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.