σμαρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμαρίδα οι σμαρίδες
      γενική της σμαρίδας των σμαρίδων
    αιτιατική τη σμαρίδα τις σμαρίδες
     κλητική σμαρίδα σμαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμαρίδα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /zmaˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμαρίδα

Ουσιαστικό

σμαρίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.