σκωληκοειδεκτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωληκοειδεκτομή οι σκωληκοειδεκτομές
      γενική της σκωληκοειδεκτομής των σκωληκοειδεκτομών
    αιτιατική τη σκωληκοειδεκτομή τις σκωληκοειδεκτομές
     κλητική σκωληκοειδεκτομή σκωληκοειδεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκωληκοειδεκτομή < σκωληκοειδής + εκτομή

Ουσιαστικό

σκωληκοειδεκτομή θηλυκό

λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.