σκυλοκαβγάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκυλοκαβγάς | οι | σκυλοκαβγάδες |
| γενική | του | σκυλοκαβγά | των | σκυλοκαβγάδων |
| αιτιατική | τον | σκυλοκαβγά | τους | σκυλοκαβγάδες |
| κλητική | σκυλοκαβγά | σκυλοκαβγάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυλοκαβγάς < σκυλο- + καβγάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci.lo.kaˈvɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λο‐κα‐βγάς
Μεταφράσεις
καβγάς σκύλων
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.