σκριπτάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκριπτάκι | τα | σκριπτάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | σκριπτάκι | τα | σκριπτάκια |
| κλητική | σκριπτάκι | σκριπτάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκριπτάκι < υποκοριστικό του σκριπτ
Ουσιαστικό
σκριπτάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
σκριπτάκι
|
→ δείτε τη λέξη σκριπτ |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.