σκουντούφλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκουντούφλημα | τα | σκουντουφλήματα |
| γενική | του | σκουντουφλήματος | των | σκουντουφλημάτων |
| αιτιατική | το | σκουντούφλημα | τα | σκουντουφλήματα |
| κλητική | σκουντούφλημα | σκουντουφλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκουντούφλημα < σκουντουφλώ + -μα
Μεταφράσεις
σκουντούφλημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.