κατασκοτώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατασκοτώνομαι < κατασκοτώνω

Ρήμα

κατασκοτώνομαι

  1. χτυπώ σε πολλά σημεία
    έπεσε με το ποδήλατο και κατασκοτώθηκε
  2. κουράζομαι υπερβολικά, καταπονούμαι
    κατασκοτώθηκε στο χορό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.