κατασκοτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασκοτώνομαι < κατασκοτώνω
Ρήμα
κατασκοτώνομαι
- χτυπώ σε πολλά σημεία
- έπεσε με το ποδήλατο και κατασκοτώθηκε
- κουράζομαι υπερβολικά, καταπονούμαι
- κατασκοτώθηκε στο χορό
Μεταφράσεις
κατασκοτώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.