αλληλοσκοτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλληλοσκοτώνομαι < αλληλο- + σκοτώνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλληλοσκοτώνομαι | αλληλοσκοτωνόμουν(α) | θα αλληλοσκοτώνομαι | να αλληλοσκοτώνομαι | ||
| β' ενικ. | αλληλοσκοτώνεσαι | αλληλοσκοτωνόσουν(α) | θα αλληλοσκοτώνεσαι | να αλληλοσκοτώνεσαι | (αλληλοσκοτώνου) | |
| γ' ενικ. | αλληλοσκοτώνεται | αλληλοσκοτωνόταν(ε) | θα αλληλοσκοτώνεται | να αλληλοσκοτώνεται | ||
| α' πληθ. | αλληλοσκοτωνόμαστε | αλληλοσκοτωνόμαστε αλληλοσκοτωνόμασταν |
θα αλληλοσκοτωνόμαστε | να αλληλοσκοτωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αλληλοσκοτώνεστε | αλληλοσκοτωνόσαστε αλληλοσκοτωνόσασταν |
θα αλληλοσκοτώνεστε | να αλληλοσκοτώνεστε | (αλληλοσκοτώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αλληλοσκοτώνονται | αλληλοσκοτώνονταν αλληλοσκοτωνόντουσαν |
θα αλληλοσκοτώνονται | να αλληλοσκοτώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλληλοσκοτώθηκα | θα αλληλοσκοτωθώ | να αλληλοσκοτωθώ | αλληλοσκοτωθεί | ||
| β' ενικ. | αλληλοσκοτώθηκες | θα αλληλοσκοτωθείς | να αλληλοσκοτωθείς | αλληλοσκοτώσου | ||
| γ' ενικ. | αλληλοσκοτώθηκε | θα αλληλοσκοτωθεί | να αλληλοσκοτωθεί | |||
| α' πληθ. | αλληλοσκοτωθήκαμε | θα αλληλοσκοτωθούμε | να αλληλοσκοτωθούμε | |||
| β' πληθ. | αλληλοσκοτωθήκατε | θα αλληλοσκοτωθείτε | να αλληλοσκοτωθείτε | αλληλοσκοτωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αλληλοσκοτώθηκαν αλληλοσκοτωθήκαν(ε) |
θα αλληλοσκοτωθούν(ε) | να αλληλοσκοτωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αλληλοσκοτωθεί | είχα αλληλοσκοτωθεί | θα έχω αλληλοσκοτωθεί | να έχω αλληλοσκοτωθεί | αλληλοσκοτωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αλληλοσκοτωθεί | είχες αλληλοσκοτωθεί | θα έχεις αλληλοσκοτωθεί | να έχεις αλληλοσκοτωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αλληλοσκοτωθεί | είχε αλληλοσκοτωθεί | θα έχει αλληλοσκοτωθεί | να έχει αλληλοσκοτωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλληλοσκοτωθεί | είχαμε αλληλοσκοτωθεί | θα έχουμε αλληλοσκοτωθεί | να έχουμε αλληλοσκοτωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αλληλοσκοτωθεί | είχατε αλληλοσκοτωθεί | θα έχετε αλληλοσκοτωθεί | να έχετε αλληλοσκοτωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλληλοσκοτωθεί | είχαν αλληλοσκοτωθεί | θα έχουν αλληλοσκοτωθεί | να έχουν αλληλοσκοτωθεί | ||
- Παρατήρηση: Εύχρηστοι είναι οι τύποι του πληθυντικού αριθμού
Μεταφράσεις
αλληλοσκοτώνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.