σκομβρίον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σκομβρίον | τὰ | σκομβρία | ||||
| γενική | τοῦ | σκομβρίου | τῶν | σκομβρίων | ||||
| δοτική | τῷ | σκομβρίῳ | τοῖς | σκομβρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σκομβρίον | τὰ | σκομβρία | ||||
| κλητική ὦ! | σκομβρίον | σκομβρία | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||

Σκουμπρί (scomber scombrus)
Ετυμολογία
- σκομβρίον < λόγιο ενδογενές δάνειο: αρχαία ελληνική < σκόμβρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό
σκομβρίον (καθαρεύουσα) ουδέτερο
- (ψάρι) σκουμπρί (Λέξη του Κοραή και υποθετικός μεσαιωνικός διάμεσος κρίκος, που δεν απαντά στα σωζόμενα κείμενα, ανάμεσα στο αρχαίο σκόμβρος και το νεοελληνικό σκουμπρί)
- ※ Κολιόν καλοῦμεν νῦν τὸν Κολίαν. Σκομβρίον δὲ (χυδαϊστί Σκουμπρί) τὸν σκόμβρον
- Αδαμάντιος Κοραής, Ξενοκράτους και Γαληνού Περί της των ενύδρων τροφής: Οις προστέθεινται σημειώσεις και τα περί της εκδόσεως προλεγόμενα, Εν Παρισίοις: Εκ της Τυπογραφίας Ι. Μ. Εβεράρτου, 1814
- ※ Κολιόν καλοῦμεν νῦν τὸν Κολίαν. Σκομβρίον δὲ (χυδαϊστί Σκουμπρί) τὸν σκόμβρον
Μεταφράσεις
σκομβρίον
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.