σκολιανά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σκολιανά
      γενική των σκολιανών
    αιτιατική τα σκολιανά
     κλητική σκολιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκολιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκολιανός

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.ʎaˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκολιανά

Ουσιαστικό

σκολιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.