σκατούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατούλα οι σκατούλες
      γενική της σκατούλας
    αιτιατική τη σκατούλα τις σκατούλες
     κλητική σκατούλα σκατούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκατούλα < σκατ(ό) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

σκατούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκατό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.