σκασιάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκασιάρχης οι σκασιάρχες
      γενική του σκασιάρχη των σκασιαρχών
    αιτιατική τον σκασιάρχη τους σκασιάρχες
     κλητική σκασιάρχη σκασιάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκασιάρχης < σκάω + -άρχης

Ουσιαστικό

σκασιάρχης αρσενικό

  • αυτός που κάνει σκασιαρχείο, που το σκάει από το σχολείο, τη δουλειά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.