σκαριφισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαριφισμός οι σκαριφισμοί
      γενική του σκαριφισμού των σκαριφισμών
    αιτιατική τον σκαριφισμό τους σκαριφισμούς
     κλητική σκαριφισμέ σκαριφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαριφισμός < αρχαία ελληνική σκᾰρῑφισμός

Ουσιαστικό

σκαριφισμός αρσενικό

  1. άλλη μορφή του σκαρίφημα
  2. άλλη μορφή του σκαριφησμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.