σιχτίρ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιχτίρ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سیكتر (γάμα! γάμησε!) (τουρκική siktir (ξεκουμπίδια))[1] [2] [3] με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt][1]) < siktirmek[3] < ρήμα سیكمك sikmek[3] < sik < οθωμανική τουρκική سیك (sik, ανδρικό μόριο) < παλαιά τουρκική sik- < πρωτοτουρκική
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈxtir/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐χτίρ
Επιφώνημα
σιχτίρ!
- (λαϊκότροπο, υβριστικό) σε ένδειξη αγανάκτησης και αποπομπής, όταν δεν αντέχουμε άλλο πια μια κατάσταση
- σιχτίρι
- ασιχτίρ (κυπριακά)
Εκφράσεις
- άι σιχτίρ
Παράγωγα
- σιχτίρι
- σιχτιρίζω
- σιχτίρισμα
- σιχτιρισμένος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σιχτίρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιχτίρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.