σιχτιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
σιχτιρίζω
- (λαϊκότροπο) λέω "άι σιχτίρ" για κάποιον ή κάτι, δηλώνοντας έτσι την απογοήτευση ή την κούραση που μου προκαλεί
- σιχτιριάζω (άτυπο, προφορικό)
Συγγενικά
- σιχτίρισμα
- → δείτε τη λέξη σιχτίρ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σιχτιρίζω | σιχτίριζα | θα σιχτιρίζω | να σιχτιρίζω | σιχτιρίζοντας | |
| β' ενικ. | σιχτιρίζεις | σιχτίριζες | θα σιχτιρίζεις | να σιχτιρίζεις | σιχτίριζε | |
| γ' ενικ. | σιχτιρίζει | σιχτίριζε | θα σιχτιρίζει | να σιχτιρίζει | ||
| α' πληθ. | σιχτιρίζουμε | σιχτιρίζαμε | θα σιχτιρίζουμε | να σιχτιρίζουμε | ||
| β' πληθ. | σιχτιρίζετε | σιχτιρίζατε | θα σιχτιρίζετε | να σιχτιρίζετε | σιχτιρίζετε | |
| γ' πληθ. | σιχτιρίζουν(ε) | σιχτίριζαν σιχτιρίζαν(ε) |
θα σιχτιρίζουν(ε) | να σιχτιρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σιχτίρισα | θα σιχτιρίσω | να σιχτιρίσω | σιχτιρίσει | ||
| β' ενικ. | σιχτίρισες | θα σιχτιρίσεις | να σιχτιρίσεις | σιχτίρισε | ||
| γ' ενικ. | σιχτίρισε | θα σιχτιρίσει | να σιχτιρίσει | |||
| α' πληθ. | σιχτιρίσαμε | θα σιχτιρίσουμε | να σιχτιρίσουμε | |||
| β' πληθ. | σιχτιρίσατε | θα σιχτιρίσετε | να σιχτιρίσετε | σιχτιρίστε | ||
| γ' πληθ. | σιχτίρισαν σιχτιρίσαν(ε) |
θα σιχτιρίσουν(ε) | να σιχτιρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σιχτιρίσει | είχα σιχτιρίσει | θα έχω σιχτιρίσει | να έχω σιχτιρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σιχτιρίσει | είχες σιχτιρίσει | θα έχεις σιχτιρίσει | να έχεις σιχτιρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σιχτιρίσει | είχε σιχτιρίσει | θα έχει σιχτιρίσει | να έχει σιχτιρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σιχτιρίσει | είχαμε σιχτιρίσει | θα έχουμε σιχτιρίσει | να έχουμε σιχτιρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σιχτιρίσει | είχατε σιχτιρίσει | θα έχετε σιχτιρίσει | να έχετε σιχτιρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σιχτιρίσει | είχαν σιχτιρίσει | θα έχουν σιχτιρίσει | να έχουν σιχτιρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.