siktir

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία 1

siktir < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική سیكتر‎ (siktir, γάμα! γάμησε! προστακτική)

Επιφώνημα

siktir! (tr)

  1. (χυδαίο, υβριστικό) σιχτίρ! (έκφραση αγανάκτησης)
  2. (χυδαίο, υβριστικό) ξεκουμπίδια! τσακίσου! (έκφραση αποπομπής)

Εκφράσεις

  • ha siktir (άι σιχτίρ)
  • siktir git
  • siktir oradan

Ετυμολογία 2

siktir: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

siktir (tr)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.