σιργιάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιργιάνι τα σιργιάνια
      γενική του σιργιανιού των σιργιανιών
    αιτιατική το σιργιάνι τα σιργιάνια
     κλητική σιργιάνι σιργιάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιργιάνι < σεργιάνι < τουρκική seyran < αραβική سيران (sayarān)

Ουσιαστικό

σιργιάνι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.