σιναπόσπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σιναπόσπορος | οι | σιναπόσποροι |
| γενική | του | σιναπόσπορου | των | σιναπόσπορων |
| αιτιατική | τον | σιναπόσπορο | τους | σιναπόσπορους |
| κλητική | σιναπόσπορε | σιναπόσποροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σιναπόσπορος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.