σιδηρόστρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδηρόστρωση οι σιδηροστρώσεις
      γενική της σιδηρόστρωσης* των σιδηροστρώσεων
    αιτιατική τη σιδηρόστρωση τις σιδηροστρώσεις
     κλητική σιδηρόστρωση σιδηροστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιδηροστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδηρόστρωση < σίδηρ(ος) + -ο- + στρώση

Ουσιαστικό

σιδηρόστρωση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.