σιγαστήρ

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σιγαστήρ οἱ σιγαστῆρες
      γενική τοῦ σιγαστῆρος τῶν σιγαστήρων
      δοτική τῷ σιγαστῆρι τοῖς σιγαστῆρσι(ν)
    αιτιατική τὸν σιγαστῆρα τοὺς σιγαστῆρας
     κλητική ! σιγαστήρ σιγαστῆρες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγαστήρ < αρχαία ελληνική σιγάζω (κάνω να σωπάσει), σιγασ- + -τήρ  και δείτε τη λέξη σιγαστήρας [1]

Ουσιαστικό

σιγαστήρ, -ῆρος αρσενικό

Αναφορές

  1. σιγαστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.