σημιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σημιτισμός | οι | σημιτισμοί |
| γενική | του | σημιτισμού | των | σημιτισμών |
| αιτιατική | τον | σημιτισμό | τους | σημιτισμούς |
| κλητική | σημιτισμέ | σημιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σημιτισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) η επίδραση που άσκησε η εβραϊκή γλώσσα στην ελληνική γλώσσα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, επίδραση που διαπιστώνεται κυρίως στην παρουσία μεταφραστικών δανείων σε λέξεις ή εκφράσεις καθώς και στην υιοθέτηση από την ελληνική συντακτικών σχημάτων χαρακτηριστικών της σημιτικής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σημίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.