σερβίρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σερβίρομαι, παθητική φωνή του ρήματος σερβίρω

Ρήμα

σερβίρομαι

  1. πλασάρομαι, πρόχειρη έκφραση για την θετική, συνήθως αναληθή αυτοπαρουσίαση, παρουσιάζω τον εαυτό μου
  2. για τη μεταφορά, προσφορά, διανομή κατά συνδαιτυμόνα, παράθεση των φαγητών στο τραπέζι για εμένα ή άλλους
    Είχαμε έρθει πρώτοι κι ομως δεν σερβιριστήκαμε ακόμα
    Το φαγητό δεν σερβιρίστηκε ακόμα / Τώρα σερβίρεται το φρούτο
    Πρέπει να έχω το νου μου στο γλυκό, σερβιριστείτε μόνοι σας το κρέας
    Η κατσαρόλα είναι στο τραπέζι, σερβιριστείτε τη σούπα (πάρτε από μια μερίδα στο πιάτο σας)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.