σεντόνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σεντόνιασμα | τα | σεντονιάσματα |
| γενική | του | σεντονιάσματος | των | σεντονιασμάτων |
| αιτιατική | το | σεντόνιασμα | τα | σεντονιάσματα |
| κλητική | σεντόνιασμα | σεντονιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεντόνιασμα < σεντονιάζω + -μα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σεντόνιασμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.