σεντράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σεντράρισμα | τα | σεντραρίσματα |
| γενική | του | σεντραρίσματος | των | σεντραρισμάτων |
| αιτιατική | το | σεντράρισμα | τα | σεντραρίσματα |
| κλητική | σεντράρισμα | σεντραρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /senˈdɾa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ντρά‐ρι‐σμα
Μεταφράσεις
σεντράρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.