σεμνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεμνολογία οι σεμνολογίες
      γενική της σεμνολογίας των σεμνολογιών
    αιτιατική τη σεμνολογία τις σεμνολογίες
     κλητική σεμνολογία σεμνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεμνολογία < ελληνιστική κοινή σεμνολογία

Ουσιαστικό

σεμνολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.