σεμές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεμές | οι | σεμέδες |
| γενική | του | σεμέ | των | σεμέδων |
| αιτιατική | τον | σεμέ | τους | σεμέδες |
| κλητική | σεμέ | σεμέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σεμές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.