σεμέν
Νέα ελληνικά (el)

λεπτομέρεια από σεμέν (1)
Ουσιαστικό
σεμέν ουδέτερο άκλιτο (& σεμέ & σεμές)
- είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), που στρώνεται κυρίως σε τραπέζι, τηλεόραση, δίσκο σερβιρίσματος κ.α.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.