σεκταρίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεκταρίστρια οι σεκταρίστριες
      γενική της σεκταρίστριας των σεκταριστριών
    αιτιατική τη σεκταρίστρια τις σεκταρίστριες
     κλητική σεκταρίστρια σεκταρίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεκταρίστρια < σεκταριστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

σεκταρίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.