σεγκούνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεγκούνα οι σεγκούνες
      γενική της σεγκούνας των σεγκούνων
    αιτιατική τη σεγκούνα τις σεγκούνες
     κλητική σεγκούνα σεγκούνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεγκούνα < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune

Ουσιαστικό

σεγκούνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.