σεβασμιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεβασμιότητα οι σεβασμιότητες
      γενική της σεβασμιότητας των σεβασμιοτήτων
    αιτιατική τη σεβασμιότητα τις σεβασμιότητες
     κλητική σεβασμιότητα σεβασμιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεβασμιότητα < (ελληνιστική κοινή) σεβασμιότης < σεβάσμιος + -ότης

Ουσιαστικό

σεβασμιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σεβάσμιου
  2. ως προσφώνηση για επίσκοπο
     συνώνυμα: Σεβασμιότατος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.