Σεβασμιότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σεβασμιότατος οι Σεβασμιότατοι
      γενική του Σεβασμιότατου
& Σεβασμιοτάτου
των Σεβασμιότατων
& Σεβασμιοτάτων
    αιτιατική τον Σεβασμιότατο τους Σεβασμιότατους
& Σεβασμιοτάτους
     κλητική Σεβασμιότατε Σεβασμιότατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σεβασμιότατος <  δείτε τη λέξη σεβασμιότατος

Ουσιαστικό

Σεβασμιότατος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.