σαχνίσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαχνίσι τα σαχνίσια
      γενική του σαχνισιού των σαχνισιών
    αιτιατική το σαχνίσι τα σαχνίσια
     κλητική σαχνίσι σαχνίσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαχνίσι < τουρκική şahnişin < περσική شاه نشين (shah nishin, κατοικία σάχη)

Ουσιαστικό

σαχνίσι ουδέτερο

  • (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του σαχνισί
      Μουτσόπουλος Νικόλαος, Η Αρχιτεκτονική προεξοχή «το Σαχνίσι»: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 410.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.